δροσιστικός

δροσιστικός
-ή, -ό
αυτός που δροσίζει: Ήπια ένα ποτήρι δροσιστικό νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δροσιστικός — ή και ιά, ό αυτός που δροσίζει, ο αναψυκτικός («δροσιστικά ποτά») …   Dictionary of Greek

  • αναψυκτικός — ή, ό (Α ἀναψυκτικός, ή, όν) αυτός που αναψύχει, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • διαψυκτικός — διαψυκτικός, ή, όν (Α) δροσιστικός, αναψυκτικός …   Dictionary of Greek

  • δροσοβόλος — α, ο και δροσόβολος, η, ο (AM δροσοβόλος, ον) αυτός που σκορπίζει δροσιά, ο δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • εμψυκτικός — ἐμψυκτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για ανάψυξη, αναψυκτικός, δροσερός, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek

  • καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά …   Dictionary of Greek

  • καταψυκτικός — ή, ό (Α καταψυκτικός, ή, όν) [καταψύχω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει κατάψυξη αρχ. δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτήριος — ία, ον, Α [ψυκτήρ] αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”